- αφιέρωμα
- τό1) приношение, дар; 2) книга, произведение, посвящённое кому-л.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιέρωμα — το (Μ ἀφιέρωμα) [αφιερώ]. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα νεοελλ. δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης … Dictionary of Greek
αφιέρωμα — το, ατος αυτό που προσφέρεται ως τάμα, το ανάθημα: Πολλά αφιερώματα προσφέρονται στις εκκλησίες της Παναγίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… … Dictionary of Greek
Dimitri Kitsikis — (Δημήτρης Κιτσίκης) (2 juin 1935 à Athènes ) est un historien turcologue de géopolitique et professeur de relations internationales à l université d’Ottawa (Canada), depuis 1970. Il est membre de l Académie canadienne (Société Royale du Canada)… … Wikipédia en Français
Manolis Anagnostakis — (Salónica, 10 de marzo de 1925 – Atenas, 23 de junio de 2005) fue un poeta griego y crítico en la vanguardia de los movimientos poéticos marxista y existencialista que surgieron durante la Guerra civil griega a finales de los años 1940.… … Wikipedia Español
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] … Dictionary of Greek
βλησίδι — και βλυσίδι, το 1. θησαυρός που βρέθηκε χωμένος 2. αφθονία αγαθών, πλούτος 3. χρυσό νόμισμα, κόσμημα ή πολύτιμο αφιέρωμα 4. χρηματικό κεφάλαιο που μπαίνει σε επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλησίδι < μσν. βλησίδιον, υποκορ. του βλήσις («αφιέρωμα») <… … Dictionary of Greek
Κάλαμις — (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν ίσως από τη Βοιωτία και είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες, κυρίως χαλκοπλάστης, της εποχής πριν από τον Φειδία. Η γλυπτική του καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 470 έως … Dictionary of Greek
Κάλλων — Όνομα ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Ανδριαντοποιός από την Αίγινα (6ος αι. π.Χ.). Μαζί με τους επίσης Αιγινήτες Μίνωνα και Ονάτα εκπροσωπεί την αιγινητική σχολή. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν σύγχρονος του Σικυώνιου Κάναλου και μαθητής του… … Dictionary of Greek